βλογίδι

βλογίδι
το [βλογώ]
1. εκκλησιαστική ευχή
2. η τελετή του γάμου
3. το πρόσφορο που χρησιμοποιείται στη Θεία Ευχαριστία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”